καινοτόμος

καινοτόμος
-ο (Α καινοτόμος, -ον)
1. αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο ανανεωτής, ο νεωτεριστής («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», Αριστοτ.)
2. αυτός που δημιουργεί νέα κατάσταση, ανατρέποντας την παλαιά, αυτός που μεταβάλλει μια κατάσταση («καινοτόμον πρᾱγμα ὁ πόλεμος», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητικό παρ. < καινοτομῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καινοτόμος — innovating masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτόμος — ο ο νεωτεριστής, αυτός που εισάγει καινοτομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καινοτόμον — καινοτόμος innovating masc/fem acc sg καινοτόμος innovating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτόμα — καινοτόμος innovating neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτόμοι — καινοτόμος innovating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτόμους — καινοτόμος innovating masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτόμων — καινοτόμος innovating masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • εικονοκλάστης — ο (AM εἰκονοκλάστης) αυτός που σπάει ή καταστρέφει τις εικόνες γιατί αποδοκιμάζει τη χρήση τους για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. ο καινοτόμος, ο οποίος αρνείται κάθε στοιχείο παραδοσιακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”