καινοτόμος — innovating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτόμος — ο ο νεωτεριστής, αυτός που εισάγει καινοτομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καινοτόμον — καινοτόμος innovating masc/fem acc sg καινοτόμος innovating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτόμα — καινοτόμος innovating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτόμοι — καινοτόμος innovating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτόμους — καινοτόμος innovating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτόμων — καινοτόμος innovating masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
εικονοκλάστης — ο (AM εἰκονοκλάστης) αυτός που σπάει ή καταστρέφει τις εικόνες γιατί αποδοκιμάζει τη χρήση τους για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. ο καινοτόμος, ο οποίος αρνείται κάθε στοιχείο παραδοσιακό … Dictionary of Greek